ευτέλεια

ευτέλεια
η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής]
1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή
2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.)
μσν.
1. περιφρόνηση, καταφρόνηση
2. (με καλή σημ.) ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. έννοια) οικονομία, λιτότητα, απλότητα («φιλοκαλοῡμεν μετ' εὐτελείας», Θουκ.)
2. φρ. «εἰς εὐτέλειαν»
α) φθηνά, άσχημα, κακώς
β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή τιμή, τής φθήνιας, το φθηνό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐτελείᾳ — εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτέλεια — having little to pay fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτέλεια — η 1. μικρή αξία, κατώτερη ποιότητα. 2. μτφ., μικροπρέπεια, χυδαιότητα: Ευτέλεια χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐτελείας — εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem acc pl εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem gen sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem acc pl (ionic) εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτελείαι — εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτελείαις — εὐτέλεια having little to pay fem dat pl εὐτέλεια having little to pay fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτελείῃ — εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (epic ionic) εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηὑτέλεια — εὐτέλεια , εὐτέλεια having little to pay fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτελείην — εὐτέλεια having little to pay fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτελίη — εὐτέλεια having little to pay fem nom/voc sg (epic ionic) εὐτελίη having little to pay fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”